- καταβολεῖς
- καταβολεύςfoundermasc acc plκαταβολεύςfoundermasc nom/voc pl (parad-form)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβολεύς — καταβολεύς, έως, ὁ (Α) 1. ο ιδρυτής 2. αυτός που καταβάλλει χρήματα, αυτός που πληρώνει 3. στον πληθ. οἱ καταβολεῑς υπάλληλοι που συνέλεγαν τα οφειλόμενα προς το κράτος χρέη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ < καταβάλλω «ιδρύω, καταβάλλω χρήματα» +… … Dictionary of Greek